Artikel
25 Μαρτίου 1821
Αν κάποτε γινόταν συνέδριο όλων των λαών της Γης, όπου το κάθε έθνος θα έπρεπε να αναφέρει τι μεγάλο πρόσφερε στην παγκόσμια κοινότητα, η Ελλάδα με δίκαιη περηφάνεια θα έλεγε: ΕΓΩ, ΣΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΑ ΗΡΩΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΕΣ.
Η μία κλείνει μέσα της την Ελευθερία και η άλλη την Αρμονία.
Όταν ο Υψηλάντης ξεκίνησε τον μεγάλο Αγώνα της Ελευθερίας, ο ποιητής Κάλβος απαντά με την λύρα του: “ Ήλθεν η ποθητή ώρα, στολίζουσι / την κεφαλήν σεβάσμιον της Ελλάδος / αι δάφναι, φύλλα αμάραντα θριάμβων…“ και συνεχίζει ο Σολωμός με ένα ποιητικό δοξαστικό χαιρετισμό: „Σε γνωρίζω από την κόψη / του σπαθιού την τρομερή / …“
Ευχόμαστε σε όλες και όλους, που μας διαβάζουν, τα κράτιστα για το ΝΕΟ ΕΤΟΣ 2024
FROHES NEUES JAHR 2024
Άγιος Βασίλης έρχεται…
Ας γνωρίσουμε τον Μέγα Βασίλειο, τον Αη Βασίλη μας.
Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας στη Μικρά Ασία.Έγινε ιερέας στην πόλη του. Το 367/368 μ.Χ. έπληξε λιμός την περιοχή της Καιράρειας. Πολλοί πέθαιναν από την πείνα. Η εκμετάλλευση από τους μαυραγορίτες οργίαζε. Ο Μέγας Βασίλειος πούλησε όλη την τεράστια περιουσία του και οργάνωσε λαϊκά συσσίτια.
Ιδιαίτερα φρόντισε τα παιδιά των χριστιανών, αλλά και των ειδωλολατρών, χωρίς διακρίσεις. Όταν το 370 έγινε αρχιεπίσκοπος, έχτισε έξω από την Καισάρεια τη γνωστή „Βασιλειάδα“, δηλαδή ένα τεράστιο συγκρότημα από νοσοκομεία, γηροκομεία και ορφανοτροφεία, καθώς και καταλύματα που εύρισκαν καταφύγιο όλοι οι δυστυχισμένοι. Σ΄αυτά τα ιδρύματα υπηρετούσε και ο ίδιος. Υπήρξε μεγάλη μορφή του χριστιανισμού. Κάθε χρόνο, τώρα, με την αλλαγή του χρόνου χαρίζει χαρά με τα δώρα και την πεντανόστιμη βασιλόπιτα με το τυχερό νόμισμα.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και ο ευρωπαϊκός τύπος – Από το Δραγατσάνι 1821 μέχρι τον θάνατό του το 1828.
Η προσωπικότητα του πρίγκιπα Αλεξάνδρου Υψηλάντη, του ένθερμου πατριώτη, ο οποίος κήρυξε τον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων ως αρχηγός των επαναστατών κατά τις πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις που έλαβαν χώρα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, φαίνεται πως άφησε ανεξίτηλο στίγμα στη μνήμη των Ευρωπαίων της εποχής εκείνης. Ο ευρωπαϊκός τύπος παρακολουθεί όλες τις κινήσεις του από το 1821 μέχρι τον θάνατό του το 1828.
Ο αυστριακός τύπος αφιερώνει ολοσέλιδες ανταποκρίσεις περιγράφοντας λεπτομερώς τις κινήσεις των επαναστατών στη Ρουμανία καθώς και τη συντριβή του «Ιερού Λόχου» στο Δραγατσάνι. Τόσο αντιπαθής υπήρξε στους αριστοκρατικούς-δυναστικούς κύκλους των θιασωτών της Ιεράς Συμμαχίας του Μέττερνιχ, ώστε η εφημερίδα Oesterreichischer Beobachter (Αυστριακός παρατηρητής) από 13 Μαΐου 1821 δημοσιεύει τρισέλιδο άρθρο με το «ανάθεμα» του Πατριάρχη (λίγο πριν τον απαγχονίσουν) υπογεγραμμένο από 21 μητροπολίτες, στο οποίο αφορίζονται μαζί με τον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσο, «όλοι όσοι έλαβαν μέρος στην αποτρόπαια συνωμοσία εναντίον του κυρίου τους, του νόμιμου κυβερνήτη τους.»
Τα γεγονότα που ακολούθησαν μας είναι γνωστά. Ο Υψηλάντης καταφεύγει στην Αυστροουγγαρία, όπου και συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στο ουγγρικό φρούριο του Μούνκατς. Το αξιοσημείωτο είναι πως οι δημοσιογράφοι παρακολουθούν και δημοσιεύουν σημαντικά στιγμιότυπα από τη ζωή του Υψηλάντη, ίσως επειδή διαισθάνονταν πως στο πρόσωπό του αντικατοπτρίζονταν ο αγωνιστής της ελευθερίας και ο θιασώτης του ευρωπαϊκού διαφωτισμού ή έβλεπαν σ’ αυτόν ενσάρκωση ήρωα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1823 η γερμανική εφημερίδα της Λειψίας Leipziger Zeitung παρακολουθεί τις εξελίξεις σχετικά με την τύχη του Υψηλάντη και γράφει: «Σύμφωνα με μία πληροφορία, ο πρίγκιπας Υψηλάντης, ο οποίος είχε προηγουμένως κρατηθεί στο φρούριο Μούνκατς στην Ουγγαρία, λέγεται ότι μεταφέρθηκε με έναν από τους αδελφούς του γύρω στα μέσα Αυγούστου, υπό στρατιωτική κάλυψη, στο φρούριο Τερέζιενστατ (Theresienstadt) στη Βοημία, όπου και οι δύο θα υποστούν εξαιρετικά ήπια κράτηση, και συνοδευόμενοι από έναν αξιωματικό θα επιτρέπεται να περπατούν γύρω από το φρούριο.»
Η ίδια εφημερίδα στις 08.02.1828 πληροφορεί λακωνικά: «Ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης είναι κατάκοιτος στη Βιέννη και είναι επικίνδυνα άρρωστος», ενώ στις 11. Φεβρουαρίου 1828 γράφει: «Ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης απεβίωσε στις 31 Ιανουαρίου στα χέρια του αδελφού του Κωνσταντίνου, από υδρωπικία, στη Βιέννη.»
Το γεγονός του θανάτου του Αλεξάνδρου Υψηλάντη κινητοποίησε την ελληνική κοινότητα της Βιέννης, της Ρωσίας και της βιεννέζικης αριστοκρατίας. Ας παρακολουθήσουμε την κηδεία του επιφανούς Έλληνα, που πρώτος άναψε τη δάδα της ελευθερίας της Ελλάδας και που δεν πρόλαβε να την δει ελεύθερη και ανεξάρτητη, σε μια λεπτομερέστατη περιγραφή της εφημερίδας Leipziger Zeitung από 18 Φεβρουαρίου 1828.
«Στις 10 το πρωί της 2ας Φεβρουαρίου, το θνητό σώμα του πρίγκιπα Αλέξανδρου Υψηλάντη μεταφέρθηκε πανηγυρικά από το διαμέρισμά του στο ελληνικό παρεκκλήσιο στη Βιέννη, για να ευλογηθεί εκεί σύμφωνα με το αξίωμά του και στη συνέχεια να ενταφιαστεί.
Η σωρός του εκτέθηκε σε θέα, σύμφωνα με το ελληνικό εθιμοτυπικό κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας, την οποία ο ιερούργησε με τη βοήθεια τεσσάρων ιερέων ο επίσκοπος Φαρσάλων, ο οποίος είχε διαφύγει πριν από λίγα χρόνια από την Κωνσταντινούπολη. Ο νεκρός φορούσε ένα μαύρο πεκές (όπως ισχυρίζονται ορισμένοι ήταν η στολή του Ιερού Λόχου, που φορούσε όταν εισέβαλε στη Μολδαβία και όταν, μετά την καταστροφή αυτού του Λόχου, πέρασε στο αυστριακό έδαφος) και δίπλα από το στήθος του, πάνω σε ένα μαξιλάρι, είχε τα δύο ρωσικά μετάλλια. Γύρω από τους κροτάφους του υπήρχε στεφάνι από τριαντάφυλλα και αειθαλή.
Κατά τη διάρκεια της κηδείας, μπήκε στο παρεκκλήσι με την αδερφή της η πριγκίπισσα Ραζουμόφσκι και πήρε τη θέση της δίπλα στα αδέλφια του αποθανόντος, που έχυναν δάκρυα. Η πριγκίπισσα τον είχε φροντίσει κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του και δεν είχε φύγει ούτε για μια στιγμή από κοντά του κατά τις τελευταίες ώρες του. Τις συνηθισμένες εκκλησιαστικές ψαλμωδίες εκτέλεσε η χορωδία της ρωσικής πρεσβείας. Μόλις τελείωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, οι αδελφοί Υψηλάντη πήγαν στο φέρετρο και του έδωσαν τον τελευταίο αδελφικό ασπασμό. Όλοι όσοι στέκονταν τριγύρω δεν έκρυβαν την πολύ δυνατή συγκίνηση. Το παρεκκλήσι, κατά τη διάρκεια της εξοδίου ακολουθίας, είχε γεμίσει από Έλληνες, οι οποίοι στριμώχνονταν για να ασπαστούν τον νεκρό, σύμφωνα με τα ελληνικά έθιμα.
Με ηγεμονική μεγαλοπρέπεια είχαν ανάψει εκατοντάδες κεριά και όλο αυτό το σκηνικό είχε κάτι που άγγιξε βαθιά κάθε ψυχή. Ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης, ιδιαίτερα, είχε συγκινηθεί τόσο πολύ, ώστε έπρεπε να τον στηρίξουν οι άνθρωποι που ήταν γύρω του. Το φέρετρο στη συνέχεια τοποθετήθηκε στην πριγκιπική νεκροφόρα και όδευσε προς το νεκροταφείο. Τον εκλιπόντα ακολούθησαν προς την τελευταία του κατοικία, αμέσως μετά τη νεκροφόρα η άμαξα του πρίγκιπα Ραζουμόφσκι με τη γυναίκα του, τα αδέρφια του αποθανόντος, οι κληρικοί και περίπου 40 άμαξες της τοπικής ελληνικής κοινότητας. Ένας αμέτρητο πλήθος ανθρώπων είχε συγκεντρωθεί στους δρόμους κατά τη διάρκεια της κηδείας.“
Προφανώς, η προσωπικότητα του πρίγκιπα Υψηλάντη για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής υπήρξε ηρωική και τραγική μαζί. Η δυναστική άκαμπτη πολιτική της άρχουσας τάξης τον τιμώρησε για την «αναρχική» πρωτοβουλία να τεθεί επικεφαλής ενός λαού που ζητά την αυτοδιάθεσή του και την ελευθερία. Τα πολεμικά γεγονότα, όμως, στην Ελλάδα, που χρονικά πλησίαζε στην ανεξαρτησία της, τον δικαιώνουν και τον ανάγουν σε ηρωική μορφή.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, με την κήρυξη της Επανάστασης του 1821 στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, ήταν ο πρώτος που άνοιξε βαθύ ρήγμα στις πολιτικές εκείνες που ήθελαν σκλάβους λαούς και όχι ελεύθερους πολίτες.
Das IV. Griechische Armeekorps in Görlitz 1916-1919
[Vergrößerung des Bildes mit einem Klick]
Erster Weltkrieg. Von 1916 bis 1919 war Görlitz die Bühne für eine seltsame deutsch-griechische militärische Begegnung.
7000 vollbewaffnete griechische Soldaten des IV. Griechischen Armeekorps sind in Görlitz stationiert als „Gäste des Kaisers“.
Diese paradoxe Geschichte erleben wir anhand des militärischen Tagebuches eines griechischen Feldwebels und der Dokumentation eines deutschen Konsuls.
Beide erzählen ihre Erlebnisse mit erstaunlicher Genauigkeit und ergänzen sich gegenseitig. Die Geschichte von Görlitz aus einem anderen Blickwinkel…
Bearbeitet von: Prof. Dr. Dimitrios Benekos (Volos – GR) Prof. Dr. Wolfgang Geierhos (Görlitz – DE)
Druck und Verlag: Graphicart FAOS, 43100 Karditsa/Griechenland, www.graphic-art.gr
ISBN: 978-618-00-2441-8
[ Verkaufsstellen: www.graphic-art.gr und https://fachbuchzentrum.de/de/]
ΤΑ ΠΗΡΑΜΕ ΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ
H απελευθέρωση των Ιωαννίνων 21 Φεβρουαρίου 1913
Oπτικές μιας εποποιίας
«Εμπρός, για τα Γιάννενα!» ήταν το φλογερό σύνθημα με την συναισθηματικά φορτισμένη προτροπή, που πύρωνε τις ψυχές των Πανελλήνων, του ελεύθερου, του υπόδουλου και του ομογενειακού Ελληνισμού. Τις τάξεις του ελληνικού στρατού πύκνωσαν εθελοντές από την Αμερική, Μακεδονία, Ήπειρο, Κρήτη, νησιά του Αιγαίου, Σμύρνη, Κύπρο και Αίγυπτο. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων γίνεται πανεθνική υπόθεση.
Βρισκόμαστε στο 1912-1913. Ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος των συνασπισμένων στρατών Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μαίνεται στα πεδία των μαχών. Οι Έλληνες, προς τα τέλη του 1912, έχουν θέσει ως στρατηγικό στόχο την απελευθέρωση της πέμπτης παγκοσμίως οχυρωμένης πόλης, των Ιωαννίνων, γεγονός που έκανε τον Τούρκο στρατάρχη Σεφτίκ πασά να δηλώσει με έπαρση στους ευρωπαίους δημοσιογράφους πως «ακόμη κι αν έρθουν όλοι οι άντρες των βαλκανικών στρατών δεν θα μπορέσουν να καταλάβουν τα Ιωάννινα.»
Δύσκολο εγχείρημα μέσα σε ένα βαρύτατο χειμώνα, που είχε κρουσταλλιάσει τα πάντα. Και δεν έφτανε το χιόνι, μπροστά από την πόλη δέσποζε απόρθητο οχυρό, το Μπιζάνι, μία φύσει και θέσει ισχυρή αμυντική τοποθεσία, ένα απροσπέλαστο περιχαρακωμένο φυσικό φρούριο σε σειρά λόφων και υψωμάτων, ενισχυμένο με ένα δαιδαλώδες σύνολο οχυρωματικών έργων με σύγχρονα ταχυβόλα κανόνια, χωμένα στο βουνό, αόρατα και φονικά. Ήταν «το Γιβραλτάρ της Τουρκίας στην Ευρώπη», κατά τον αμερικανό εθελοντή συνταγματάρχη Τόμας Χάτσισον. Η πόλη ήταν απόρθητη, αν δεν έπεφτε το Μπιζάνι.
Για να ζήσουμε, έστω και με τη φαντασία μας, τους καταιγιστικούς βομβαρδισμούς του τουρκικού πυροβολικού εναντίον των ελληνικών θέσεων θα επικαλεστούμε μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων.
Ένας Γιαννιώτης των χρόνων εκείνων, ο Αθανάσιος Τσεκούρας, γράφει με γλαφυρό ύφος: «Έτσι την έλεγαν τότε: ‘Σκύλλα’! Και δεν ήταν το συμπαθητικό σπιτίσιο ζωντανό που ξέρουμε. Ούτε η Σκύλλα που λέει ο παλιός μύθος, το τέρας με τα 12 ποδάρια και τα έξι κεφάλια. Δεν τους έμοιαζε σε τίποτα. Δεν είχε σώμα σαν και εκείνα. Ήταν άσαρκη. Έτρωγε όμως σάρκες όπως και εκείνες. Δεν είχε ούτε ψυχή. Ήταν άψυχη, κατάκρυα, παγερή. Έστελνε όμως αράδα ανθρώπινες ψυχές στον άλλο κόσμο. Δεν αλύχταγε σαν τις σκύλες τις γνωστές μας. Μονάχα μούγκριζε σαν μπουμπουνητό και ξέρναγε φωτιά και καυτό σίδερο, που έκανε στάχτη αυτόν που θα τολμούσε να ζυγώσει τη φωλιά της. Η Σκύλλα η μπιζανίτικη δεν ήταν ζωντανό. Ήταν τόπος οχυρωμένος με όπλο πολεμικό. ‘Ηταν κανόνι. Και δεν ήταν ένα. Ήταν πολλά. Ήταν τόσα όσο και μία πυροβολαρχία. Κι όλα τους ταχυβόλα, τα πιο τέλεια κανόνια της εποχής. Και την είχανε κρυμμένη αριστοτεχνικά. Αγνάντευε από τη φωλιά της σχεδόν όλο το αριστερό του μπιζανίτικου τοπίου. Το αγνάντευε και το φύλαγε. Μύτη δεν μπορούσε να σκάσει προς τα εκεί. Το έβλεπε η Σκύλλα και το κομμάτιαζε αλύπητα. Και η κρυψώνα της –άγνωστο πού- καλά κουκουλωμένη και απλησίαστη σε μάτι και σε κιάλι, της έδινε τη δύναμη να σκοτώνει χωρίς να σκοτώνεται, να εξολοθρεύει χωρίς να εξολοθρεύεται, να βλέπει και να σκορπά το θάνατο χωρίς να βλέπεται. Χάρη σε αυτά τα όπλα της έφαγε πολλά ελληνικά κορμιά η Σκύλλα στο Μπιζάνι το 1912-13. Πολύ σωστά και ταιριαστά τη βάφτισαν Σκύλλα…»
Η Γαλλίδα Έλεν Λεν συμπληρώνει το φρικιαστικό σκηνικό των θανατηφόρων βομβαρδισμών της Σκύλλας με ανατριχιαστικές εικόνες ώριμες για χολιγουντιανή πολεμική ταινία. «Ένα τρίξιμο όμοιο με γκρέμισμα σιδερένιο κτιρίου. Φλόγες, αστραπές κάνουν το βουνό να λάμπει. Η γη τινάζεται σαν σε σεισμό. Θα έλεγες πως μπράτσα πανίσχυρα την αδράχνουν και την ταρακουνούν σαν κάτι ανάλαφρο. Ένας συνεχής βόμβος, ένα υπόκωφο βουητό διαπερνάει τα φυλλοκάρδια! Όμοιος με αυτόν που κάνουν τα κύματα της μεγάλης φουσκοθαλασσιάς όταν χυμούν στα βράχια της ακτής. Σαν παγιδευμένο σκυλί το Μπιζάνι ξερνάει τη λύσσα του ηττημένου. Και οι οβίδες παίρνουν τους στρατιώτες στο κατόπι, επίμονες, φανατισμένες ξεριζώνουν τη γη, τα δέντρα, τα βράχια. Προλαβαίνουν και τους στρατιώτες, τους σηκώνουν από το χώμα ελαφρούς σαν φύλλα και τους ξαναφήνουν να πέσουν στο κενό, μάζες αδρανείς, σώματα χωρίς ψυχή, σάρκες ξεσχισμένες χωρίς κόκκαλα στριφογυρίζουν στον αέρα μέσα σε μία θύελλα από αίμα, χώμα και καπνό…»
Το ελληνικό πυροβολικό με ευστοχία κατορθώνει να κάνει τη Σκύλλα να βουβαθεί, και όταν ο υπόκωφος βρυχηθμός της δεν ακουγόταν πια, όταν σταμάτησε να τρώει ανθρώπινες σάρκες εκδηλώθηκε η τελική επίθεση των Ελλήνων. Το Μπιζάνι εκπορθείται και ο δρόμος άνοιξε για τα Ιωάννινα. Ο τούρκος διοικητής, Εσσάτ πασάς, παραδίδεται με 30.000 στρατιώτες. Και στις 21 Φεβρουαρίου 1913 ο διάδοχος Κωνσταντίνος εισέρχεται θριαμβευτικά στην πόλη των θρύλων, στην πόλη που ήταν «πρώτη στ’ άρματα, στα γρόσια και τα γράμματα!»
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων υπήρξε παγκόσμια είδηση. Στην Ευρώπη, την Αμερική, ακόμη και στην Αυστραλία αποτέλεσε κύριο άρθρο με φωτογραφίες από την είσοδο του ελληνικού στρατού στην πόλη. Με σημαιοστολισμούς, δοξολογίες και εκδηλώσεις γιόρτασαν επίσης οι ελληνικές παροικίες της Αμερικής, Σόφιας, Αλεξάνδρειας, Λονδίνου και Κύπρου. Το γεγονός ξεσήκωσε θύελλα ενθουσιασμού στους κύκλους των μορφωμένων της Ευρώπης. Και από το Βερολίνο, ο μέγας κλασικός φιλόλογος φον Βιλλαμόβιτς, χαιρέτισε την απελευθέρωση των Ιωαννίνων σε γλώσσα ομηρική.
[Δίης εν Τομαρίοις δρυός ακρεμόνεσσι πελειάς άδει γαβριόωσ’ ύμνον ελευθερίης…] (ακολουθεί η μετάφραση)
Στους πρόποδες του Τόμαρου, στα ακρινά κλωνάρια / της Ιερής βελανιδιάς κάθεται περιστέρι,/ και ψάλλει υπερήφανο της λευτεριάς τραγούδι. / «Δία, θεέ Πελασγικέ, προστάτη της Δωδώνης, / κοίταξε τώρα γύρω σου, όλος χαρά γεμάτος, / ποια είναι η παλικάρια στη σύγχρονη Ελλάδα.» / Κι όλοι γιορτάζουνε στη γη με επινίκιους ύμνους / Όσοι είναι φίλοι του Διός και φίλοι των Ελλήνων.
(Βλέπε επίσης εφημερίδα ΜΑΓΝΗΣΙΑ, 20.02.2021, σελ. 18)
ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΓΡΙΠΗ 1918-1919
Επιδημίες και πανδημίες μαστίζουν την ανθρωπότητα κατά περιόδους. Η „ισπανική γρίπη“ εδώ και ένα αιώνα σάρωσε τον πλανήτη με εκατομμύρια νεκρών σε όλες τις ηπείρους.
Iσπανική γρίπη
Η θανατηφόρος πανδημία του 20ού αιώνα
«Στας 16-Αυγούστου 1918 όλος ο κόσμος προσεβλήθη από την θανατηφόρο ισπανική γρίππη. Όλοι οι στρατιώται με υψηλόν πυρετό, είναι κρεβατωμένοι. Κανείς δεν υπάρχει που να μπορεί να βοηθήσει τους βαρειά αρρώστους. Καίγεται ο κόσμος από τον πυρετό και δεν βρέθηκε ούτε ένας γιατρός, ούτε ένας νοσοκόμος… Εδώ είναι όλοι λιάστρα…» γράφει στα «Απομνημονεύματα» ο δεκανέας του Ελληνικού στρατού Νικόλαος Μαργαριτούλης από τον Προφήτη Ηλία του Άνω Βόλου, που βρέθηκε με άλλους 7.000 στρατιώτες στο Γκαίρλιτς της τότε Γερμανικής Αυτοκρατορίας, περιγράφοντας παραστατικά την επέλαση της «ισπανικής γρίπης».
Βρισκόμαστε στο έτος 1918. Ο Πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, ο «Μεγάλος Πόλεμος» με τις εκατόμβες των νεκρών στα πεδία των μαχών σε Ανατολική και Δυτική Ευρώπη πλησιάζει προς το τέλος του και από το πουθενά εμφανίζεται ένας νέος, αόρατος και ακατανίκητος εχθρός, που αποδεκατίζει αδιακρίτως εχθρούς και φίλους, στρατιώτες και αμάχους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Δεν κάνει διακρίσεις. Στο κοφτερό δρεπάνι του είναι χαραγμένο το όνομα του θανάτου. Λέγεται «ισπανική γρίπη», μια φοβερή πανδημία γρίπης, η οποία από τον Μάιο του 1918 μέχρι τις αρχές του 1919 σάρωσε την ανθρωπότητα με τρία θανατηφόρα κύματα, με έξαρση των κρουσμάτων τον Οκτώβριο του 1918. Πριν εξαφανιστεί απότομα τους πρώτους μήνες του 1919, εξόντωσε σ’ όλον τον πλανήτη περισσότερους των 20 εκατομμυρίων ανθρώπους. Άλλες στατιστικές αναφέρουν τα 40-50 εκατομμύρια.
Στηριζόμενοι σε άρθρα και ανταποκρίσεις εφημερίδων της κεντρικής Ευρώπης θα δώσουμε εν συντομία μια εικόνα της έκρυθμης κατάστασης που προξένησε η ισπανική γρίπη στον κοινωνικό ιστό, ο οποίος έτσι και αλλιώς είχε υποστεί σοβαρότατα δημογραφικά πλήγματα από τα εκατομμύρια των νεκρών, τραυματιών και αναπήρων του πολέμου.
Τώρα ο τραγικός απολογισμός αυξάνεται από τον αόρατο εχθρό. Δεκάδες χιλιάδες τα θύματα της γρίπης, εκατοντάδες χιλιάδες οι ασθενείς με αποτέλεσμα να υπολειτουργούν δημόσιες υπηρεσίες, σχολεία, ταχυδρομεία, τηλεγραφεία και συγκοινωνίες. Τα καταστήματα και τα θέατρα παράμεναν κλειστά, η παραγωγή των εργοστασίων περιορίστηκε σημαντικά, η αγροτική οικονομία μηδενίστηκε, ενώ οι «διακοπές γρίπης» ήταν μία ευρέως διαδομένη τακτική διακοπής των μαθημάτων, μόλις εμφανιζόταν το πρώτο κρούσμα γρίπης στον μαθητικό πληθυσμό ενός σχολείου.
Στην εφημερίδα της αυστριακής πόλης Ζάλτσμπουργκ «Ζάλτσμπουργκερ Βάχτ» (Salzburger Wacht) της 19ης Οκτωβρίου 1918 διαβάζουμε: «Ο ιός της γρίπης στη Γερμανία φαίνεται να εξαπλώνονται σε ολόκληρο το Ράιχ με ραγδαία αύξηση. Στο δουκάτο Κόμπουργκ-Γκότα η γρίπη έλαβε πλέον κακοήθη μορφή. Πολλοί οι θάνατοι … Στη Χαϊδελβέργη και στη γύρω περιοχή, η γρίπη εξαπλώθηκε ανησυχητικά. Τα ταχυδρομεία, οι σιδηρόδρομοι και οι ιδιωτικές εταιρείες επέβαλαν περιορισμούς … στην πόλη Σαρλότενμπουργκ όλα τα σχολεία έκλεισαν… „
Η βιεννέζικη εφημερίδα «Ντι Νόιε Τσάιτουγκ» (Die Neue Zeitung) της 22ας Οκτωβρίου 1918, περιγράφει την τραγικότητα εκείνων των ημερών στο άρθρο „Η Γρίπη“, γεγονός το οποίο θυμίζει περισσότερο τις σύγχρονες κινηματογραφικές ταινίες τρόμου παρά τη φοβερή πραγματικότητα που βίωνε η κοινωνία από τα θανατηφόρα πλήγματα της πανδημίας:
«Γκρατς, 21 Οκτωβρίου 1918. Την περασμένη εβδομάδα καταγράφονταν ημερησίως 28 έως 36 θανατηφόρα κρούσματα γρίπης. Τα γραφεία κηδειών δεν επαρκούν καθόλου στις απαιτήσεις και ελλείψει εργατικών χειρών είναι αδύνατη η εκσκαφή των αναγκαίων τάφων και για τούτο ζητήθηκε άμεσα η βοήθεια του στρατού. Οι γιατροί είναι υπερβολικά επιβαρυμένοι και οι ασθενείς πρέπει να περιμένουν ημέρες για ιατρική περίθαλψη. Τα νοσοκομεία είναι υπερπλήρη και στα φαρμακεία επικρατεί, ήδη, έλλειψη φαρμάκων…»
Το μακάβριο σκηνικό ολοκληρώνεται με εικόνες που η ανθρώπινη φαντασία δεν τολμά να συλλάβει. «Για τα πολλά θύματα της ισπανικής γρίπης στο Γκρατς μιλούν με ευκρίνεια οι μεγάλοι κατάλογοι των νεκρών και οι νεκροφόρες που κυλούν καθημερινά προς τα νεκροταφεία, μέχρι αργά τη νύχτα. Οι αίθουσες των νεκροταφείων είναι γεμάτες με φέρετρα και η οσμή των πτωμάτων απλώνεται παντού, επειδή τα πτώματα, συχνά, πρέπει να παραμένουν για αρκετό χρόνο στις αίθουσες των κοιμητηρίων, πριν μεταφερθούν και ενταφιασθούν…»
Χωρίς αμφιβολία, ο γνωστός γαλλο-ρουμάνος θεατρικός συγγραφέας Ευγένιος Ιονέσκο, όταν τo 1970 έγραφε το έργο του «Τo παιχνίδι της σφαγής» (Jeux de massacre) είχε υπόψη του τα τραγικά αποτελέσματα της πανδημίας της ισπανικής γρίπης, μιας και ως 10ετής είχε ο ίδιος βιώσει τη ζοφερή ατμόσφαιρα του θανάτου που πλανιόταν πάνω από την Ευρώπη και τον υπόλοιπο πλανήτη.
Ας αναλογιστούμε τώρα, τι μας θυμίζουν τα επόμενα μικρά αποσπάσματα από το έργο του; «Σας συγκέντρωσα για τελευταία φορά εδώ στην πλατεία της πόλης μας, για να σας ενημερώσω: Μας συμβαίνει κάτι εντελώς ανεξήγητο. Μας επιτέθηκε ένας λοιμός αγνώστων αιτιών. Οι γειτονικές μας πόλεις και χώρες έχουν κλείσει τα σύνορά τους. Στρατός έχει κυκλώσει την πόλη μας. Κάθε είσοδος και έξοδος απαγορεύεται. Μέχρι χτες ήμασταν ελεύθεροι, όμως από σήμερα είμαστε σε καραντίνα. Χρειαζόμαστε γερά χέρια για να σκάβουν τάφους… Οικόπεδα, ακάλυπτοι χώροι, αυλές, γήπεδα, όλα επιτάσσονται, γιατί τα νεκροταφεία γέμισαν… Χρειαζόμαστε γιατρούς, νεκροθάφτες, σαβανωτές και κάθε ειδικότητα, που είναι χρήσιμη γι’ αυτή την περίσταση… Απαγορεύονται οι συνεστιάσεις και όλα τα θεάματα. Τα καταστήματα, τα εστιατόρια και τα καφενεία θα λειτουργούν για λίγες ώρες, για να περιοριστεί η εξάπλωση ψευδών ειδήσεων. Και όπως σας είπα, αυτή είναι η τελευταία δημόσια συγκέντρωση. Ομάδες με περισσότερα των τριών ατόμων θα διαλύονται. Επίσης, απαγορεύεται να περιφέρεστε άσκοπα. Όλοι οι πολίτες επιβάλλεται να κυκλοφορούν ανά δύο, για να επιτηρεί ο ένας τον άλλο. Τώρα γυρίστε στα σπίτια σας και μείνετε εκεί. Θα βγαίνετε έξω μόνο σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης…»
Έναν αιώνα αργότερα, σήμερα, στις μέρες μας το σκηνικό μιας ανάλογης πανδημίας δεν άλλαξε. Είμαστε μόνο ιατρικά και φαρμακευτικά καλύτερα θωρακισμένοι από πριν και ελπίζουμε σε αποτελεσματική επέμβαση της ιατρικής επιστήμης.
[ Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΜΑΓΝΗΣΙΑ του Βόλου στις 11.12.2020. Βλέπε και τον σύνδεσμο: https://magnesianews.gr/volos/ispaniki-gripi-i-thanatiforos-pandimia-toy-20oy-aiona.html ]
Δημήτριος Μπενέκος
(επιμέλεια)
ΚΑΙ ΕΓΩ ΗΜΟΥΝ ΣΤΟ ΓΚΑΙΡΛΙΤΣ
Τα στρατιωτικά απομνημονεύματα
του δεκανέα Νικολάου Μαργαριτούλη
από το 1913 έως το 1919
Η έκδοση των στρατιωτικών «Απομνημονευμάτων» του δεκανέα Νικολάου Μαργαριτούλη από τον Προφήτη Ηλία του Άνω Βόλου Μαγνησίας, με τον χαρακτηριστικό τίτλο „Και εγώ ήμουν στο Γκαίρλιτς“ μας μεταφέρει σε ιστορικές εποχές της νεότερης Ελλάδας, οι οποίες είναι λίγο ή και ελάχιστα γνωστές στο ευρύτερο κοινό.
Πρόκειται για την πολυσυζητημένη περίπτωση του Δ΄ Ελληνικού Σώματος Στρατού, το οποίο στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου βρισκόταν στη Μακεδονία και τον Σεπτέμβριο 1916 αντί να αναγκαστεί να αιχμαλωτιστεί απο βουλγαρικά στρατεύματα, προτίμησε να ζητήσει την προστασία των Γερμανών. Έτσι, περίπου 7.000 έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες μεταφέρθηκαν πάνοπλοι στην πόλη Γκαίρλιτς της Σιλεσίας (σημερινή Σαξονία), όπου παρέμειναν για τα έτη 1916-1919 σε ένα ειδικά διαμορφωμένο στρατόπεδο, όχι ως αιχμάλωτοι πολέμου, αλλά ως «φιλοξενούμενοι της Γερμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι το τέλος του πολέμου» υπό το καθεστώς ετερόχθονος περιοχής.
Το πρωτότυπο κείμενο του πολεμικού ημερολογίου του Νικολάου Μαργαριτούλη, που συμπληρώνεται από πληθώρα φωτογραφιών καθώς και από άρθρα εφημερίδων της περιόδου του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και από επίσημα έγγραφα στρατιωτικών και πολιτικών υπηρεσιών, μας χορηγεί σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τον αγεφύρωτο «Εθνικό διχασμό» της εποχής εκείνης, τη δημιουργία του πρώτου ελληνικού «σοβιέτ» (συμβουλίου) στο ελληνικό στρατόπεδο του Γκαίρλιτς, ως και για τις ειδικότερες σχέσεις ανάμεσα στους Γερμανούς και Έλληνες, με διεθνοτικούς γάμους, αρραβώνες, θανάτους, ψυχαγωγία και πολιτική. Τα «Απομνημονεύματα» κλείνουν με σύντομη αναφορά στην ατιμωτική εξορία των ανδρών του Δ΄ Σώματος Στρατού, που επέστρεψαν το 1919, στα πειθαρχικά τάγματα στην Κρήτη.
Τέλος, υπενθυμίζουμε πως εκείνα τα χρόνια βρέθηκε στο Γκαίρλιτς και ο απελαθείς από την Ελλάδα αείμνηστος πρόξενος της Γερμανίας στον Βόλο, Έλμουτ Σέφελ, ο οποίος ως γνώστης της Ελληνικής γλώσσας πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως διερμηνέας του Δ΄ Ελληνικού Σώματος Στρατού (βλέπε το δίγλωσσο βιβλίο Δημ. Μπενέκος «Έλμουτ Σέφελ. Ένας πρόξενος με ψυχικό σθένος, Βόλος 2017» Dim. Benekos,Helmut Scheffel, Ein Konsul mit Zivilcourage, Volos 2017).
Το στρατιωτικό ημερολόγιο του δεκανέα Νικολάου Μαργαριτούλη, που χρονικά εκτείνεται από το 1913 έως το 1919, αποτελεί μια πολύτιμη μικρή ψηφίδα του μεγάλου μωσαϊκού συμπλέγματος της Ιστορίας. Παρουσιάζει με εκπληκτική ακρίβεια και αντικειμενικότητα γεγονότα της καθημερινότητας, που συμπληρώνουν μέσα από τα ίδια τα γεγονότα τη μεγάλη εικόνα μιας εθνικά ταραγμένης εποχής κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. Τα «Απομνημονεύματα» με τις περιπετειώδεις σκηνές τους θα μπορούσαν να αποτελέσουν χωρίς αμφιβολία τον πυρήνα συναρπαστικής μυθιστορίας».
Η αναλυτικά σχολιασμένη και τεκμηριωμένη έκδοση των «Απομνημονευμάτων» του δεκανέα Νικολάου Μαργαριτούλη συμβάλλει τόσο στη τοπική όσο και στη γενικότερη νεοελληνική και γερμανική Ιστορία και αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο της κοινής ελληνογερμανικής ιστορικής μνήμης.
Αφοί Κυριακίδη ΕΚΔΟΣΕΙΣ Α.Ε.
ISBN: 978 960 602 231 9
Πώληση:
Βόλος, βιβλιοπωλείο «ΕΠΙΛΟΓΗ», Ερμού 262 (με Μαυροκορδάτου), τηλ. 2421.105060.
Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη Εκδόσεις Α.Ε., Επισκόπου Κίτρους Νικολάου 4, τηλ. 2310.208570.
Αθήνα, Εκδόσεις Τζιόλα, Χαριλάου Τρικούπη 16, τηλ. 210.3632600 )
Νυρεμβέργη, (από τον Μάιο 2019 στη Γερμανία): Εκδόσεις Γκίκας, Gikas Verlag, Am Plärrer 9, Tel. (0)911-264354
ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Ο Βρικόλακας
(Der Erlkönig)
Η μπαλάντα «ο Βρικόλακας» (Der Erlkönig), που συνέθεσε το 1781 ο μεγάλος γερμανός λογοτέχνης Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε (Goethe), ανήκει στην κατηγορία των ποιημάτων με μαγικό, νεκρομαγικό ή δαιμονικό περιεχόμενο. Αντικατοπτρίζει δεισιδαιμονικές αντιλήψεις, βαθιά ριζωμένες στην ψυχή του λαού, από εποχές που οι άνθρωποι είχαν την εντύπωση ότι βρίσκονταν εκτεθειμένοι στις εχθρικές διαθέσεις υπερφυσικών κακοποιών όντων.
Ήδη, από την πρώτη κιόλας στροφή της μπαλάντας, νιώθουμε πως οι καταχθόνιες, οι σκοτεινές δυνάμεις του Κακού αρχίζουν να απλώνουν το δίχτυ του πεπρωμένου, προμηνύοντας έτσι την επερχόμενη καταστροφή, την κορύφωση του δράματος με το αναπόφευκτο τέλος. Η δράση, ο εναλλασσόμενος διάλογος ανάμεσα στο φανταστικό και το ρεαλιστικό, το σκοτεινό, μυστηριακό σκηνικό, η μοίρα και το υπερφυσικό απειλητικό δαιμονικό στοιχείο μεταμορφώνονται σε ποιητικές εικόνες απαράμιλλης ομορφιάς, που συγκλονίζουν και καθηλώνουν. Τέλος, όπως συνηθίζεται σε ποιήματα αυτής της κατηγορίας, οι δαιμονικές υπερφυσικές δυνάμεις νικούν και ο άνθρωπος υποτάσσεται στη μοίρα του.
Ο «Βρικόλακας» (Der Erlkönig) είναι ένα από τα λογοτεχνικά αριστουργήματα του Γκαίτε, που επηρέασαν και άλλους καλλιτέχνες, όπως για παράδειγμα τον Φρανς Σούμπερτ, ο οποίος το μελοποίησε με εξίσου μεγάλη μαεστρία.
Εδώ κάνουμε μια μικρή γλωσσική παρατήρηση. Ο δεύτερος στίχος της 7ης στροφής „und bist du nicht willig, so brauch ich Gewalt !„ πήρε διάσταση παροιμιώδους λόγου και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, συνήθως όταν κάποια χειρωνακτική εργασία παρουσιάζει δυσκολίες, όπως π.χ. το άνοιγμα ή το ξεβίδωμα.
(Η μετάφραση από τα γερμανικά και η ποιητική προσαρμογή στην ελληνική γλώσσα έγινε από τον γράψαντα το παρόν άρθρο)
Ο Βρικόλακας
1
Ποιοι νύχτα και αέρα με το άτι αψηφούν;
Πατέρας κι ο γιος του το δάσος περνούν.
Ο έρμος πατέρας τον γιο του κρατά,
μες την αγκάλη, στα χέρια σφιχτά.
2
– Το πρόσωπο, γιε μου, τι κρύβεις χλωμό;
– Δεν βλέπεις, πατέρα, τον Δαίμονα εδώ;
με μαύρο μανδύα, κορόνα φριχτή;
– Παιδί μου, η ομίχλη ασπρίζει εκεί.
3
«Καλό μου αγόρι, έλα κοντά,
Σε σένα θα δείξω παιχνίδια πολλά,
Αγκάλες λουλούδια, στολίδια χρυσά,
που η μάνα μου γνέθει τις νύχτες κρυφά».
4
– Πατέρα, πατέρα, αυτά δεν τ΄ ακούς,
που ο Βρικόλακας τάζει με λόγους γλυκούς;
– Παιδί μου, σταμάτα, και φύλλα είν΄ ξερά,
που παίρνει ο αέρας και διώχνει μακριά.
5
«Ωραίο μου αγόρι, έλα γοργά,
οι κόρες μου οι λάμιες, ξωθιές, ξωτικά
τη νύχτα τον άγριο του Άδη χορό,
για σένα ετοιμάζουν αγόρι μικρό».
6
– Πατέρα, για κοίτα στην άβυσσο εκεί,
του Δαίμονα η κόρη εμένα θωρεί.
– Παιδί μου, παιδί μου, το βλέπω, τι θες;
Κουνούν τα κλωνάρια οι μαύρες ιτιές.
7
«Μικρό μου αγόρι, για έλα εδώ!
Δεν θέλεις; Με βία σ΄ αρπάζω κι εγώ».
– Πατέρα, πατέρα, με πιάνει μ΄ ορμή,
τα μαύρα του νύχια μου κάνουν πληγή.
8
Αγριεύει ο πατέρας, το άτι χτυπά,
σ΄ αγκάλη που τρέμει τον γιο του βαστά.
Και φτάνει σε σπίτια και μπαίνει σ΄ αυλή.
Αλλοί του, στα χέρια ένα πτώμα κρατεί.
(Βλέπε επίσης εφημερίδα: http://www.trigono.info/wp-content/uploads/2018/03/trigono_05011.jpg
ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Ο τάφος στον Μπουζέντο
Das Grab im Busento
Αλάριχος – Alarich
Βρισκόμαστε στις αρχές του 400 μ.Χ. Ας δούμε τι συνέβαινε εκείνα τα χρόνια στην Ελλάδα και στην Ιταλία. Η πάλαι ποτέ κραταιά και ένδοξη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν χωρισμένη σε δύο ανεξάρτητα τμήματα, στο Ανατολικό και στο Δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, αλλά τόσο η Ελλάδα όσο και η Ιταλία δοκιμάζονταν σκληρά από τις επιθέσεις, τις επιδρομές και τις λεηλασίες των βαρβαρικών φύλων, που στο πέρασμά τους κατάστρεφαν και πυρπολούσαν τα πάντα.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα του αναβρασμού και της ανασφάλειας, ο νεαρός αρχηγός των Βησιγότθων (Westgoten) Αλάριχος (Alarich), κατάφερε να τους ξεσηκώσει σε εθνικό πόλεμο εναντίον της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (δηλ. εναντίον των Βυζαντινών). Οι Γότθοι, που είχαν εγκατασταθεί στη βόρεια πλευρά της Βαλκανικής χερσονήσου, ξεχύνονται στην Ελλάδα και προβαίνοντας σε λεηλασίες πολιόρκησαν την Αθήνα. Ξαφνικά και χωρίς κανένα λόγο έλυσαν την πολιορκία και δεν προέβησαν σε άλλες καταστροφές γιατί, λέγεται, πως ο Αλάριχος, είδε τη θεά Αθηνά και τον Αχιλλέα πάνω στις επάλξεις να υπερασπίζονται πάνοπλοι την πόλη. Αυτά θέλει η παράδοση. Στη συνέχεια, πέρασε στην Πελοπόννησο και αφού λεηλάτησε την Κόρινθο, το Άργος και την Σπάρτη στράφηκε προς την Ήπειρο, όπου και παράμεινε για τέσσερα χρόνια.
Η βυζαντινή διπλωματία της Κωνσταντινούπολης για να τον καλοπιάσει, του χορήγησε τον στρατιωτικό τίτλο του «αρχιστρατήγου του Ιλλυρικού». Μετά απ’ αυτόν το κολακευτικό τίτλο, οι αρχηγοί των Γότθων ανακήρυξαν τον Αλάριχο βασιλιά τους και εγκαταλείπουν τα ελληνικά εδάφη, περνώντας απέναντι στην Ιταλία, την οποία καταλεηλατούν. Πολιορκούν τη Ρώμη τρεις φορές. Την τελευταία φορά, το 410 μ.Χ., ο Αλάριχος εισέρχεται νικητής στην Αιώνια Πόλη και επιτρέπει στους πολεμιστές του να προβούν σε λεηλασίες, σφαγές και πυρπολήσεις ναών και σπιτιών για τρεις ημέρες. Οι Γότθοι λαφυραγώγησαν τα πάντα.
Πάντως, ο Αλάριχος δεν παράμεινε στην Ρώμη, αλλά κατευθύνθηκε με όλον τον στρατό του προς την Κάτω Ιταλία, επειδή ήθελε να περάσει με πλοία στη Βόρεια Αφρική και να εγκατασταθεί εκεί μόνιμα. Ισχυρή, όμως, τρικυμία διασκόρπισε τον στόλο και έτσι αναγκάστηκε να επιστρέψει στην πόλη Κοζέντσα της Καλαβρίας, όπου ασθένησε αιφνίδια και πέθανε. Ήταν Δεκέμβριος του 410 μ.Χ.
Οι Γότθοι του, ακολουθώντας παλιό γερμανικό έθιμο, αφού εκτρέψαν τον ποταμό Μπουζέντο, που διαρρέει την πόλη Κοζέντσα, έσκαψαν στην κοίτη του έναν υπόγειο θάλαμο, όπου απέθεσαν τον νεκρό Αλάριχο πάνοπλο, καβάλα στο άλογό του. Μετά επανάφεραν το ρεύμα του ποταμού στην αρχική κοίτη, οπότε τα νερά κάλυψαν τον τάφο για πάντα (μέχρι σήμερα δεν είναι γνωστό το σημείο που θάφτηκε ο Αλάριχος). Μετά τον ενταφιασμό, έσφαξαν όλους τους αιχμαλώτους πολέμου, που εργάστηκαν για την εκτροπή του ποταμού, ώστε να μην μάθει κανείς το μέρος που αναπαύεται ο βασιλιάς των Βησιγότθων και συλήσει τον τάφο του.
Αυτό το ιστορικό γεγονός έδωσε αφορμή στον Γερμανό λογοτέχνη August Graf von Plaaten να συνθέσει το ποίημά του “Das Grab im Busento”, στο οποίο παρουσιάζει με επιβλητικό τρόπο το νυκτερινό σκηνικό της ταφής του Αλάριχου στον ποταμό Μπουζέντο της Κάτω Ιταλίας.
(Η ποιητική προσαρμογή στα Ελληνικά που ακολουθεί, έγινε από τον συγγράψαντα το παρόν άρθρο).
Ο ΤΑΦΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΟΥΖΕΝΤΟ
Είναι νύχτα. Στον Μπουζέντο σιγαλά τραγούδια ηχούν,
Τα νερά του αντηχούνε και οι δίνες του απαντούν.
Στο ποτάμι πάνω-κάτω σέρνονται ίσκιοι άξιων Γότθων,
Τον Αλάριχο θρηνώντας, της γενιάς τους τον πιο πρώτον.
Μακριά απ’ την πατρίδα, μες τη γη του στρων’ κρεβάτι
Με της νιότης τα πλοκάμια να του χύνονται στην πλάτη.
Και στις όχθες του Μπουζέντο επαράβγαιναν στον κόπο,
Το ποτάμι για να στρίψουν, έσκαβαν καινούργιο τόπο.
Μεσ’ στην άδεια κοίτη τώρα, έφτιαξαν βαθύ κελάρι
Και κατέβασαν το πτώμα, με τα όπλα, καβαλάρη.
Ξανασκέπασαν με χώμα και αυτόν κι ό,τι είχε κτήμα,
Να φυτρώσουνε καλάμια απ’ του ήρωα το μνήμα.
Στρίψανε ξανά το ρεύμα μεσ’ στην κοίτη την παλιά του
Κι άφρισε άγρια ο Μπουζέντο με τα μαύρα τα νερά του.
Κι έψαλλε χορός απ’ άντρες: «Ήρωα τρανέ, κοιμήσου.
Απληστία των Ρωμαίων δεν θ’ αγγίξει το κορμί σου!»
Έτσι έψαλλαν. Και οι ύμνοι στο στρατόπεδο των Γότθων
αντηχούσαν δυνατά.
Κύλησέ τους, ω Μπουζέντο, φέρε τους με τα νερά σου
εις τα πέλαγα μακριά!
Bλέπε επίσης / Siehe auch:
Η Θεσσαλονίκη και ο Άγιος Δημήτριος
Από την Ιστορία στους θρύλους
Σύγχρονη φορητή εικόνα του Αγίου Δημητρίου
Οκτώβριος μήνας. Είναι ο μήνας προετοιμασίας για τις τελευταίες γεωργικές εργασίες στην Ελλάδα, αλλά και η εποχή προετοιμασίας για τον επερχόμενο χειμώνα. Στη λαϊκή διάσταση της ελληνικής γλώσσας, ο Οκτώβριος (Οκτώβρης) μετονομάστηκε σε «Αϊ Δημήτρης» και τούτο γιατί στις 26 του μήνα δεσπόζει μεγάλη γιορτή της ανατολικής Χριστιανοσύνης, η γιορτή του πολιούχου της Θεσσαλονίκης Αγίου Δημητρίου.
Ας δούμε από κοντά αυτά τα δύο ονόματα, που το ένα θυμίζει υποχρεωτικά και το άλλο. Ας ρίξουμε μια ματιά στην Ιστορία και στις λαϊκές παραδόσεις και τους θρύλους που σχετίζονται με αυτό το δίδυμο μέσα από τους αιώνες. Πάντως, για να διευκρινίσουμε, οι θρύλοι που δημιουργήθηκαν γύρω από πρόσωπα ή και καταγράφηκαν εμπεριέχουν, εκτός από τον λαϊκό μανδύα των αφηγήσεων, χωρίς αμφιβολία και τον πραγματικό ιστορικό πυρήνα των γεγονότων.
Ο Δημήτριος ήταν γόνος επιφανούς οικογένειας και αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού, αλλά και πιστός χριστιανός, γεγονός που δεν απέκρυπτε. Με τους διωγμούς του αυτοκράτορα Μαξιμιανού εναντίον των χριστιανών φυλακίστηκε. Όταν το 303 μ.Χ. τελούνταν αγώνες στο στάδιο της Θεσσαλονίκης, ένας γιγαντόσωμος ειδωλολάτρης, ονόματι Λυαίος, προκαλούσε τους χριστιανούς σε μονομαχία μέχρι θανάτου. Ένας νεαρός χριστιανός, ο Νέστορας, ζήτησε τη βοήθεια του Δημητρίου στη φυλακή και παίρνοντας θάρρος και την ευλογία του φόνευσε τον γίγαντα. Ο αυτοκράτορας, που ήταν παρών, διέταξε την εκτέλεση και του Νέστορα και του Δημητρίου. Στον χώρο της ταφής του χτίστηκε μετέπειτα μεγαλοπρεπής Ναός και η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία στις 26 Οκτωβρίου. Αυτά εν ολίγοις για το ιστορικό γεγονός.
Οι παραδόσεις για τα πάμπολλα θαύματα που γίνονταν στον ναό του καθώς και η διαρκής ανάβλυση από τον τάφο του θείου μύρου, που του έδωσαν την επωνυμία «ο μυροβλύτης», τον κατέστησαν μαζί με τον Άγιο Γεώργιο, έναν από τους πιο δημοφιλείς Αγίους του χριστιανικού κόσμου της Ανατολής.
Η φήμη του Αγίου Δημητρίου είχε ξαπλωθεί σε όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, σε Ανατολή και Δύση, για τούτο πλήθη πιστών ζητούσαν διαρκώς τη θαυματουργή επέμβασή του για θεραπεία κάποιας ασθένειας. Σε περιόδους, μάλιστα, επιδρομών εχθρών και βάρβαρων φύλων, ήταν πλατιά διαδομένη η πίστη πως ο Άγιος Δημήτριος παρέμβαινε αυτοπροσώπως, σώζοντας την πόλη της Θεσσαλονίκης, (την πόλη του), εμφανιζόμενος πότε ως απλός στρατιώτης τρέποντας αυτούς σε φυγή, πότε έφιππος οδηγώντας μυριάδες στρατού και άλλοτε βυθίζοντας τον εχθρικό στόλο. Είναι πλέον «ο μέγας και υπερένδοξος προστάτης» της Θεσσαλονίκης, είναι ο πολιούχος της νύμφης του Θερμαϊκού, ο προστάτης Άγιος της πρωτεύουσας της Μακεδονίας.
Η εμφάνιση του θεϊκού προστάτη των πόλεων έχει βαθιές ρίζες στον ελληνικό κόσμο. Είναι μια πίστη που περνά μέσα από τους αιώνες και φανερώνει τη μεταφυσική σχέση του ανθρώπου με το υπερφυσικό, ιδία σε περιπτώσεις κινδύνου. Πριν προχωρήσουμε σε μια μικρή απαρίθμηση της θείας επεμβάσεως του Αγίου Δημητρίου αναφέρω μια όμοια περίπτωση που θρυλείται ότι συνέβη στην ακόμη ειδωλολατρική Αθήνα προς τα τέλη του τετάρτου μ.Χ. αιώνα. Και εκεί Έλληνες ζούσαν.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Ζώσιμο, το 395 μ.Χ. οι Γότθοι έλυσαν την πολιορκία της Αθήνας και αποχώρησαν χωρίς καταστροφές επειδή ο αρχηγός τους Αλάριχος τρομοκρατήθηκε βλέποντας τον Αχιλλέα να στέκεται πάνοπλος και οργισμένος πάνω στα τείχη, όπως ακριβώς τον είχε περιγράψει ο Όμηρος στον τρωικό πόλεμο και την πρόμαχο θεά Αθηνά, την προστάτιδα της Αθήνας, να περιέρχεται στις επάλξεις φορώντας την βαριά πολεμική της στολή και έτοιμη να αποκρούσει τους επιτιθέμενους.
Ας επιστρέψουμε στον Άγιο Δημήτριο για να γνωρίσουμε μαζί με τα ιστορικά γεγονότα και τους θρύλους που δημιουργήθηκαν παράλληλα και σε σχέση με αυτά.
Το 565 μ.Χ. στέφθηκε αυτοκράτορας ο Ιουστίνος Β΄, ανεψιός του περίφημου Ιουστινιανού. Σε λίγο εμφανίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη οι Άβαροι, άγριος και πολεμικός λαός με τις χαρακτηριστικές μακριές πλεξίδες, ζητώντας δώρα για να μην καταστρέφουν χωριά και επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Ο Ιουστίνος όχι μόνο δεν τους έδωσε «δώρα σε χρυσό», αλλά τους απείλησε ότι θα κόψει και τις κοτσίδες και τα κεφάλια τους. Αυτό υπήρξε αφορμή πολέμου και οι Άβαροι άρχισαν φοβερές επιδρομές στα εδάφη της Αυτοκρατορίας και πολιόρκησαν την Θεσσαλονίκη. Ο Άγιος Δημήτριος, λέγεται, εθεάθη πάνω στις επάλξεις ως στρατιώτης φονεύοντας τον πρώτο βάρβαρο που ανέβηκε στα τείχη. Κατά την επόμενη πολιορκία της πόλης από τους Αβάρους και Σλάβους, οι βάρβαροι ετράπησαν σε φυγή ολονυχτίς επειδή πριν ακόμα ξημερώσει είδαν τον Άγιο Δημήτριο να αστράφτει καβάλα σε άσπρο άλογο οδηγώντας μυριάδες στρατού («προ του αύγους είδον μυριάδας στρατού και καθηγούμενον τούτου άνδρα πυρράκτην και λαμπρόν ίππω λευκώ εφεζόμενον»).
Μεγάλη ήταν η πίστη πως ο Δημήτριος βοηθάει στους πολέμους κατά των βαρβάρων, για τούτο ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄ φτάνοντας στη Θεσσαλονίκη, το 695, δώρισε μια αλυκή στον Ναό του Αγίου Δημητρίου, επειδή τον βρήκε «συμμαχήσαντα» στους νικηφόρους πολέμους κατά των Βουλγάρων και Σλάβων.
Σε άλλη πολιορκία, από ξηρά και θάλασσα, πάρα πολλοί άνθρωποι είδαν τον Δημήτριο με λευκή χλαμύδα να διατρέχει τα τείχη κραδαίνοντας την αήττητο λόγχη και μετά να περπατάει πάνω στη θάλασσα σαν να ήταν στεριά, διασκορπίζοντας και βυθίζοντας τα εκατοντάδες βαρβαρικά πλοιάρια, που ήταν στο λιμάνι. Κατόπιν τούτου οι βάρβαροι ετράπησαν σε άτακτο φυγή. Εδώ, μάλιστα, και οι αιχμάλωτοι βάρβαροι έλεγαν «είδομεν άνδρα ξανθόν και λαμπρόν, ο οποίος εκάθητο επί λευκού ίππου και εφόρει ιμάτιον λευκόν». Και κατά την παράδοση, αφού ο Άγιος έσωζε την πόλη του, επέστρεφε πάλι στον ναό του και το πρόσωπό του από τη χαρά ακτινοβολούσε σαν τον ήλιο.
Αιώνες αργότερα, το 1040 μ.Χ. οι Βούλγαροι ενώ πολιορκούν τη Θεσσαλονίκη, ξαφνικά εγκαταλείπουν τα πάντα και τρέπονται σε άτακτο φυγή, χωρίς καν να αμυνθούν, επειδή εμφανίστηκε ο Άγιος Δημήτριος να προηγείται του βυζαντινού στρατού και να τους καταδιώκει.
Και πάλι, αιώνες αργότερα, η τύχη θέλει ο ελληνικός στρατός να ελευθερώσει τη Θεσσαλονίκη από τον οθωμανικό ζυγό στις 26 Οκτωβρίου 1912, ημέρα που τιμάται ο πολιούχος της, ο Άγιος Δημήτριος.
Εδώ σημειώνουμε, πως κατά την ημέρα της εορτής του Αγίου Δημητρίου, λάβαινε χώρα στη Θεσσαλονίκη διεθνής εμποροπανήγυρη, «Τα Δημήτρια», η οποία ήταν τόσο λαμπρή, ώστε έρχονταν έμποροι και επισκέπτες από όλες τις πόλεις της Αυτοκρατορίας, επίσης πολλοί Ιταλοί, Ισπανοί, Πορτογάλοι, Γάλλοι, Σλάβοι, Κέλτες καθώς και έμποροι άλλων λαών που κατοικούσαν πέρα από τις Άλπεις. Πολλοί, μάλιστα, επισκέπτες και άρχοντες έρχονταν ειδικά να προσκυνήσουν το λείψανο του Δημητρίου, να ζητήσουν θεραπεία κάποιας ασθένειας ή τη βοήθειά του για πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον εχθρών και βαρβάρων (δεν ξεχνούμε πως ο Δημήτριος είναι ένας από τους μεγάλους στρατιωτικούς Αγίους του Χριστιανισμού).
Προς τιμή του έχουν κτιστεί ωραιότατοι ναοί σε όλους τους ορθόδοξους λαούς και το όνομά του φέρουν χιλιάδες χριστιανών και εκατοντάδες χωριών και κωμοπόλεων. Είναι πράγματι μεγαλομάρτυρας, αθλοφόρος και τροπαιούχος.