ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Ο Βρικόλακας

(Der Erlkönig)

Η μπαλάντα «ο Βρικόλακας» (Der Erlkönig), που συνέθεσε  το  1781 ο μεγάλος  γερμανός   λογοτέχνης Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε (Goethe), ανήκει στην κατηγορία των ποιημάτων με μαγικό, νεκρομαγικό ή δαιμονικό περιεχόμενο. Αντικατοπτρίζει δεισιδαιμονικές αντιλήψεις, βαθιά ριζωμένες στην ψυχή του λαού, από εποχές που οι άνθρωποι είχαν την εντύπωση ότι βρίσκονταν εκτεθειμένοι στις εχθρικές διαθέσεις υπερφυσικών κακοποιών όντων.
Ήδη, από την πρώτη κιόλας στροφή της μπαλάντας, νιώθουμε πως οι καταχθόνιες, οι σκοτεινές δυνάμεις του Κακού αρχίζουν να απλώνουν το δίχτυ του πεπρωμένου, προμηνύοντας έτσι την επερχόμενη καταστροφή, την κορύφωση του δράματος με το αναπόφευκτο τέλος. Η δράση, ο εναλλασσόμενος διάλογος ανάμεσα στο φανταστικό και το ρεαλιστικό, το σκοτεινό, μυστηριακό σκηνικό, η μοίρα και το υπερφυσικό απειλητικό δαιμονικό στοιχείο μεταμορφώνονται σε ποιητικές εικόνες απαράμιλλης ομορφιάς, που συγκλονίζουν και καθηλώνουν. Τέλος, όπως συνηθίζεται σε ποιήματα αυτής της κατηγορίας, οι δαιμονικές υπερφυσικές δυνάμεις νικούν και ο άνθρωπος υποτάσσεται στη μοίρα του.
Ο «Βρικόλακας» (Der Erlkönig) είναι ένα από τα λογοτεχνικά αριστουργήματα του Γκαίτε, που επηρέασαν και άλλους καλλιτέχνες, όπως για παράδειγμα τον Φρανς Σούμπερτ, ο οποίος το μελοποίησε με εξίσου μεγάλη μαεστρία.
Εδώ κάνουμε μια μικρή γλωσσική παρατήρηση. Ο δεύτερος στίχος της 7ης στροφής „und bist du nicht willig, so brauch ich Gewalt !„  πήρε διάσταση παροιμιώδους λόγου και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, συνήθως όταν κάποια χειρωνακτική εργασία παρουσιάζει δυσκολίες, όπως π.χ. το άνοιγμα ή το ξεβίδωμα.

(Η μετάφραση από τα γερμανικά και η ποιητική προσαρμογή στην ελληνική γλώσσα έγινε από τον γράψαντα το παρόν άρθρο)

Ο Βρικόλακας

1

Ποιοι νύχτα και αέρα με το άτι αψηφούν;

Πατέρας κι ο γιος του το δάσος περνούν.

Ο έρμος πατέρας τον γιο του κρατά,

μες την αγκάλη, στα χέρια σφιχτά.

2

– Το πρόσωπο, γιε μου, τι κρύβεις χλωμό;

– Δεν βλέπεις, πατέρα, τον Δαίμονα εδώ;

με μαύρο μανδύα, κορόνα φριχτή;

– Παιδί μου, η ομίχλη ασπρίζει εκεί.

3

«Καλό μου αγόρι, έλα κοντά,

       Σε σένα θα δείξω παιχνίδια πολλά,

       Αγκάλες λουλούδια, στολίδια χρυσά,

       που η μάνα μου γνέθει τις νύχτες κρυφά».

4

– Πατέρα, πατέρα, αυτά δεν τ΄ ακούς,

που ο Βρικόλακας τάζει με λόγους γλυκούς;

– Παιδί μου, σταμάτα, και φύλλα είν΄ ξερά,

που παίρνει ο αέρας και διώχνει μακριά.

5

«Ωραίο μου αγόρι, έλα γοργά,

       οι κόρες μου οι λάμιες, ξωθιές, ξωτικά

       τη νύχτα τον άγριο του Άδη χορό,

        για σένα ετοιμάζουν αγόρι μικρό».

6

– Πατέρα, για κοίτα στην άβυσσο εκεί,

του Δαίμονα η κόρη εμένα θωρεί.

– Παιδί μου, παιδί μου, το βλέπω, τι θες;

Κουνούν τα κλωνάρια οι μαύρες ιτιές.

7

«Μικρό μου αγόρι, για έλα εδώ!

     Δεν θέλεις; Με βία σ΄ αρπάζω κι εγώ».

– Πατέρα, πατέρα, με πιάνει μ΄ ορμή,

τα μαύρα του νύχια μου κάνουν πληγή.

8

Αγριεύει ο πατέρας, το άτι χτυπά,

σ΄ αγκάλη που τρέμει τον γιο του βαστά.

Και φτάνει σε σπίτια και μπαίνει σ΄ αυλή.

Αλλοί του, στα χέρια ένα πτώμα κρατεί.

 

(Βλέπε επίσης εφημερίδα: http://www.trigono.info/wp-content/uploads/2018/03/trigono_05011.jpg

Τα άρθρα μου στον Τύπο
Trigono
e-thessalia