Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και ο ευρωπαϊκός τύπος – Από το Δραγατσάνι 1821 μέχρι τον θάνατό του το 1828.
Η προσωπικότητα του πρίγκιπα Αλεξάνδρου Υψηλάντη, του ένθερμου πατριώτη, ο οποίος κήρυξε τον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων ως αρχηγός των επαναστατών κατά τις πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις που έλαβαν χώρα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, φαίνεται πως άφησε ανεξίτηλο στίγμα στη μνήμη των Ευρωπαίων της εποχής εκείνης. Ο ευρωπαϊκός τύπος παρακολουθεί όλες τις κινήσεις του από το 1821 μέχρι τον θάνατό του το 1828.
Ο αυστριακός τύπος αφιερώνει ολοσέλιδες ανταποκρίσεις περιγράφοντας λεπτομερώς τις κινήσεις των επαναστατών στη Ρουμανία καθώς και τη συντριβή του «Ιερού Λόχου» στο Δραγατσάνι. Τόσο αντιπαθής υπήρξε στους αριστοκρατικούς-δυναστικούς κύκλους των θιασωτών της Ιεράς Συμμαχίας του Μέττερνιχ, ώστε η εφημερίδα Oesterreichischer Beobachter (Αυστριακός παρατηρητής) από 13 Μαΐου 1821 δημοσιεύει τρισέλιδο άρθρο με το «ανάθεμα» του Πατριάρχη (λίγο πριν τον απαγχονίσουν) υπογεγραμμένο από 21 μητροπολίτες, στο οποίο αφορίζονται μαζί με τον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσο, «όλοι όσοι έλαβαν μέρος στην αποτρόπαια συνωμοσία εναντίον του κυρίου τους, του νόμιμου κυβερνήτη τους.»
Τα γεγονότα που ακολούθησαν μας είναι γνωστά. Ο Υψηλάντης καταφεύγει στην Αυστροουγγαρία, όπου και συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στο ουγγρικό φρούριο του Μούνκατς. Το αξιοσημείωτο είναι πως οι δημοσιογράφοι παρακολουθούν και δημοσιεύουν σημαντικά στιγμιότυπα από τη ζωή του Υψηλάντη, ίσως επειδή διαισθάνονταν πως στο πρόσωπό του αντικατοπτρίζονταν ο αγωνιστής της ελευθερίας και ο θιασώτης του ευρωπαϊκού διαφωτισμού ή έβλεπαν σ’ αυτόν ενσάρκωση ήρωα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1823 η γερμανική εφημερίδα της Λειψίας Leipziger Zeitung παρακολουθεί τις εξελίξεις σχετικά με την τύχη του Υψηλάντη και γράφει: «Σύμφωνα με μία πληροφορία, ο πρίγκιπας Υψηλάντης, ο οποίος είχε προηγουμένως κρατηθεί στο φρούριο Μούνκατς στην Ουγγαρία, λέγεται ότι μεταφέρθηκε με έναν από τους αδελφούς του γύρω στα μέσα Αυγούστου, υπό στρατιωτική κάλυψη, στο φρούριο Τερέζιενστατ (Theresienstadt) στη Βοημία, όπου και οι δύο θα υποστούν εξαιρετικά ήπια κράτηση, και συνοδευόμενοι από έναν αξιωματικό θα επιτρέπεται να περπατούν γύρω από το φρούριο.»
Η ίδια εφημερίδα στις 08.02.1828 πληροφορεί λακωνικά: «Ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης είναι κατάκοιτος στη Βιέννη και είναι επικίνδυνα άρρωστος», ενώ στις 11. Φεβρουαρίου 1828 γράφει: «Ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης απεβίωσε στις 31 Ιανουαρίου στα χέρια του αδελφού του Κωνσταντίνου, από υδρωπικία, στη Βιέννη.»
Το γεγονός του θανάτου του Αλεξάνδρου Υψηλάντη κινητοποίησε την ελληνική κοινότητα της Βιέννης, της Ρωσίας και της βιεννέζικης αριστοκρατίας. Ας παρακολουθήσουμε την κηδεία του επιφανούς Έλληνα, που πρώτος άναψε τη δάδα της ελευθερίας της Ελλάδας και που δεν πρόλαβε να την δει ελεύθερη και ανεξάρτητη, σε μια λεπτομερέστατη περιγραφή της εφημερίδας Leipziger Zeitung από 18 Φεβρουαρίου 1828.
«Στις 10 το πρωί της 2ας Φεβρουαρίου, το θνητό σώμα του πρίγκιπα Αλέξανδρου Υψηλάντη μεταφέρθηκε πανηγυρικά από το διαμέρισμά του στο ελληνικό παρεκκλήσιο στη Βιέννη, για να ευλογηθεί εκεί σύμφωνα με το αξίωμά του και στη συνέχεια να ενταφιαστεί.
Η σωρός του εκτέθηκε σε θέα, σύμφωνα με το ελληνικό εθιμοτυπικό κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας, την οποία ο ιερούργησε με τη βοήθεια τεσσάρων ιερέων ο επίσκοπος Φαρσάλων, ο οποίος είχε διαφύγει πριν από λίγα χρόνια από την Κωνσταντινούπολη. Ο νεκρός φορούσε ένα μαύρο πεκές (όπως ισχυρίζονται ορισμένοι ήταν η στολή του Ιερού Λόχου, που φορούσε όταν εισέβαλε στη Μολδαβία και όταν, μετά την καταστροφή αυτού του Λόχου, πέρασε στο αυστριακό έδαφος) και δίπλα από το στήθος του, πάνω σε ένα μαξιλάρι, είχε τα δύο ρωσικά μετάλλια. Γύρω από τους κροτάφους του υπήρχε στεφάνι από τριαντάφυλλα και αειθαλή.
Κατά τη διάρκεια της κηδείας, μπήκε στο παρεκκλήσι με την αδερφή της η πριγκίπισσα Ραζουμόφσκι και πήρε τη θέση της δίπλα στα αδέλφια του αποθανόντος, που έχυναν δάκρυα. Η πριγκίπισσα τον είχε φροντίσει κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του και δεν είχε φύγει ούτε για μια στιγμή από κοντά του κατά τις τελευταίες ώρες του. Τις συνηθισμένες εκκλησιαστικές ψαλμωδίες εκτέλεσε η χορωδία της ρωσικής πρεσβείας. Μόλις τελείωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, οι αδελφοί Υψηλάντη πήγαν στο φέρετρο και του έδωσαν τον τελευταίο αδελφικό ασπασμό. Όλοι όσοι στέκονταν τριγύρω δεν έκρυβαν την πολύ δυνατή συγκίνηση. Το παρεκκλήσι, κατά τη διάρκεια της εξοδίου ακολουθίας, είχε γεμίσει από Έλληνες, οι οποίοι στριμώχνονταν για να ασπαστούν τον νεκρό, σύμφωνα με τα ελληνικά έθιμα.
Με ηγεμονική μεγαλοπρέπεια είχαν ανάψει εκατοντάδες κεριά και όλο αυτό το σκηνικό είχε κάτι που άγγιξε βαθιά κάθε ψυχή. Ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης, ιδιαίτερα, είχε συγκινηθεί τόσο πολύ, ώστε έπρεπε να τον στηρίξουν οι άνθρωποι που ήταν γύρω του. Το φέρετρο στη συνέχεια τοποθετήθηκε στην πριγκιπική νεκροφόρα και όδευσε προς το νεκροταφείο. Τον εκλιπόντα ακολούθησαν προς την τελευταία του κατοικία, αμέσως μετά τη νεκροφόρα η άμαξα του πρίγκιπα Ραζουμόφσκι με τη γυναίκα του, τα αδέρφια του αποθανόντος, οι κληρικοί και περίπου 40 άμαξες της τοπικής ελληνικής κοινότητας. Ένας αμέτρητο πλήθος ανθρώπων είχε συγκεντρωθεί στους δρόμους κατά τη διάρκεια της κηδείας.“
Προφανώς, η προσωπικότητα του πρίγκιπα Υψηλάντη για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής υπήρξε ηρωική και τραγική μαζί. Η δυναστική άκαμπτη πολιτική της άρχουσας τάξης τον τιμώρησε για την «αναρχική» πρωτοβουλία να τεθεί επικεφαλής ενός λαού που ζητά την αυτοδιάθεσή του και την ελευθερία. Τα πολεμικά γεγονότα, όμως, στην Ελλάδα, που χρονικά πλησίαζε στην ανεξαρτησία της, τον δικαιώνουν και τον ανάγουν σε ηρωική μορφή.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, με την κήρυξη της Επανάστασης του 1821 στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, ήταν ο πρώτος που άνοιξε βαθύ ρήγμα στις πολιτικές εκείνες που ήθελαν σκλάβους λαούς και όχι ελεύθερους πολίτες.